- εβραϊστής
- οεβραιολόγος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εβραϊστής — ο εβραιολόγος … Dictionary of Greek
Ρόιχλιν, Ιωάννης — (Reuchlin, Πφορτσχάιμ, 1455 – Μπαντ Λίμπεντσελ 1522). Γερμανός ουμανιστής. Πολλές φορές ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου σύχναζε στο περιβάλλον του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς. Έζησε στο Λιντς και για 11 χρόνια χρημάτισε δικαστής της Σουηβικής… … Dictionary of Greek
εβραιολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με την εβραιολογία (βλ. λ.), εβραϊστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)